αἰθαλωτός

αἰθαλωτός
αἰθᾰλ-ωτός, ή, όν,
A burnt to ashes, Lyc.338.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιθαλωτός — ή, ό (Α αἰθαλωτός, ή, ὸν) [αἰθαλῶ] νεοελλ. ο μαυρισμένος από την καπνιά αρχ. αυτός που έγινε στάχτη, ο καμένος (Λυκόφρων 338) …   Dictionary of Greek

  • αἰθαλωτόν — αἰθαλωτός burnt to ashes masc acc sg αἰθαλωτός burnt to ashes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλωτήν — αἰθαλωτός burnt to ashes fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”